δακτυλικόν

δακτυλικόν
δακτυλικός
of
masc acc sg
δακτυλικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”